- κλειδομανταλώνω
- μετ. запирать на семь замков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… … Dictionary of Greek
κλειδομανταλώνω — κλειδομαντάλωσα, κλειδομανταλώθηκα, κλειδομανταλωμένος, κλειδώνω και μανταλώνω συνάμα, διπλοκλειδώνω: Ζει μόνη της και κλειδομανταλώνει τις πόρτες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)